Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο τότε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας παραπονέθηκε στον Αμερικανό ομόλογό του για την πολιτική των ΗΠΑ ως προς το δολάριο, έλαβε την αποστομωτική απάντηση: “Είναι δικό μας νόμισμα, είναι δικό σας πρόβλημα”. Μισόν αιώνα μετά, η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί σπασμωδικά να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι το δολάριο ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα με ισχυρή ζήτηση είναι και δικό της πρόβλημα – από το οποίο όμως αδυνατεί να απεξαρτηθεί.
Η αναστάτωση στη διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική από την ανακοίνωση της δασμολογικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να παραβληθεί μόνο με την έμπνευση του προ πεντηκονταετίας προκατόχου του Ρίτσαρντ Νίξον να αποσυνδέσει το δολάριο από τον χρυσό, τερματίζοντας τις μεταπολεμικές συμφωνίες του Bretton Woods. Εγκαινιάσθηκε έτσι τότε μια νέα εποχή αμερικανικής ισχύος, στηριγμένη στη χρηματοπιστωτικοποίηση, η οποία διόλου τυχαία συνέπεσε με την ανάληψη της πρωτοβουλίας των κινήσεων στον Ψυχρό Πόλεμο, δια του ανοίγματος στην Κίνα, καθώς και την προώθηση πολιτικών απορρύθμισης και απελευθέρωσης των αγορών.
Όμως οι καρποί της επιτυχίας έχουν πλέον γίνει πικροί, καθώς η μεν Αμερική βρίσκεται σε σταθερή τροχιά αποβιομηχάνισης και υπερχρέωσης, με τις προφανείς επιπτώσεις τόσο στην εσωτερική της πολιτική σταθερότητα όσο και στην ικανότητά της να διατηρεί τη στρατιωτική της πρωτοκαθεδρία, ενώ η Κίνα έχει αναδειχθεί σε ανταγωνιστή διατεθειμένο να αναβαθμισθεί από χώρο φθηνής μεταποίησης σε πρωταγωνιστή των νέων τεχνολογιών.
Οι κινήσεις του Τραμπ, από αυτή την άποψη, δεν είναι απλώς μια προσπάθεια εξισορρόπησης του αμερικανικού εμπορικού ισοζυγίου, αλλά επιθετική φυγή προς τα εμπρός για τη διατήρηση της γεωπολιτικής ηγεμονίας. Μόνο που η καταφυγή στη συνταγή του προστατευτισμού, και μάλιστα με τρόπο αυτοσχεδιαστικό, κινδυνεύει να επιταχύνει τις εξελίξεις ακριβώς που επιδιώκει να αποτρέψει, προκαλώντας αυτοτραυματισμό της αμερικανικής ισχύος και αναδεικνύοντας την Κίνα σε πυλώνα σταθερότητας του διεθνούς συστήματος.
Διαπραγμάτευση ή αντίμετρα;
Ο άλλοτε υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Κλίντον, Ρόμπερτ Ρέιτς, ούτε λίγο ούτε πολύ πρότεινε, στον απόηχο των δασμολογικών εξαγγελιών Τραμπ, τη θέσπιση ενός χώρου ελεύθερου εμπορίου από όλα τα κράτη, αποκλειομένων των ΗΠΑ.
Προς το παρόν, μόνη βεβαιότητα είναι η εισαγωγή ενός τεράστιου βαθμού ανταγωνιστικότητας και μη προβλεψιμότητας στις διεθνείς σχέσεις, με ταχύτατες εναλλαγές εταίρων και αντιπάλων και κατάρρευση των θεσμών και κανόνων της πολυμερούς συνεργασίας, αρχής γενομένης από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Εναπόκειται στην αντικειμενική ισχύ και τις υποκειμενικές αντοχές της κάθε χώρας να επιλέξει στο εξής την οδό είτε των αντιμέτρων είτε της διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ, με την ελπίδα της ελάφρυνσης της θέσης τους.
Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζει το αμερικανικό οικονομικό επιτελείο τα αναμενόμενα έσοδα από τους δασμούς παραπέμπει περισσότερο σε μονιμοποίησή τους, παρά σε διαπραγματευτική τους χρήση, ενώ και χώρες, όπως λ.χ. το Βιετνάμ, οι οποίες επέλεξαν προληπτικά τη μείωση των δικών τους δασμολογικών βαρών, κάθε άλλο παρά απέφυγαν τη στοχοποίησή τους από τον Τραμπ.
Οι “εντός” και οι “εκτός”
Στο κατακερματισμένο τοπίο που προκύπτει, εμφανής επιδίωξη της κυβέρνησης Τραμπ είναι η επιβεβαίωση με σκληρότερους όρους της αμερικανικής κυριαρχίας σε μία οριοθετημένη σφαίρα και η ύψωση μεγαλύτερων τειχών με το εκτός αυτής τμήμα του πλανήτη, στο οποίο προφανώς η Κίνα θα έχει την ελευθερία να ξεδιπλώσει τις δικές της φιλοδοξίες.
Για τους “εντός” θα ισχύει η αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα, αλλά με βαρύτερο τίμημα, όπως καταδεικνύουν οι πιέσεις στους Ευρωπαίους συμμάχους για αύξηση των αμυντικών τους δαπανών. Αλλά βέβαια δεν διακρίνονται από μεγαλύτερη προβλεψιμότητα οι δεσμεύσεις των ΗΠΑ στην κοινή ασφάλεια, αν κρίνουμε από τη στάση του Τραμπ στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Στους “εκτός”, πάλι, ενδέχεται να βρεθούν ακόμη και χώρες οι οποίες αποτελούν παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα, οι οποίες, διόλου τυχαία, είχαν το Σαββατοκύριακο τριμερή συνάντηση σε επίπεδο υπουργών Εμπορίου με την Κίνα, εξετάζοντας τρόπους εμβάθυνσης των συναλλαγών τους, παρά την ιστορική τους αντιπαλότητα σε κάθε δυνατό συνδυασμό, ενόψει του δασμολογικού “τσουνάμι” Τραμπ. Η απωανατολική περιοδεία που μόλις πραγματοποίησε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ μοιάζει σαν να ακυρώθηκε στον απόηχο του εμπορικού πολέμου.
Οι δε φτωχότερες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, που δεν δέχονται αμερικανικές εισαγωγές ικανές να αποτελέσουν στόχο αντιμέτρων, πληρώνουν ακριβά την… αποτυχία του εμπορικού πολέμου της προηγούμενης προεδρικής θητείας Τραμπ, εφόσον αποτέλεσαν αυτές, και όχι οι ΗΠΑ, τον προορισμό μεταποιητικών δραστηριοτήτων που απομακρύνονταν από την Κίνα.
Κατά μία έννοια, όσο περισσότερο απομακρυσμένος από τις ΗΠΑ είναι κανείς τόσο περισσότερο οχυρωμένος αποδεικνύεται, όπως αποδεικνύει η ειρωνεία του γεγονότος ότι η Ρωσία δεν περιλήφθηκε στον κατάλογο των δασμών του Τραμπ, λόγω των προϋπαρχουσών κυρώσεων, που θεωρητικά αποκλείουν το διμερές εμπόριο.
Η Κίνα εμφανίζεται προετοιμασμένη
Στον αγώνα αυτό για την παγκόσμια ηγεμονία, ο κύριος αντίπαλος του Τραμπ εμφανίζεται ατάραχος.
Σύμφωνα με τον ειδικό για την Κίνα στο Tony Blair Institute for Global Change, Ρούμπι Όσμαν, “αναμφισβήτητα οι δασμοί του προέδρου Τραμπ θα προκαλέσουν αλλού τους περισσότερους πονοκεφάλους”. “Οι κινεζικές εταιρείες”, σημειώνει, “έχουν ανακατευθύνει το εμπόριο μέσω τόπων όπως το Βιετνάμ και το Μεξικό, για να αποφύγουν τις κυρώσεις των ΗΠΑ, αλλά αυτές οι αγορές πλήττονται τώρα από σημαντικούς δικούς τους δασμούς”.
Ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα, Γενς Έσκελουντ, δήλωσε πάλι ότι πολλές εταιρείες είχαν προσαρμόσει τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες ειδικά για να περιορίσουν την έκθεσή τους στις εμπορικές εντάσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, αλλά πρόσθεσε ότι “οποιαδήποτε μεταγενέστερη αναδιάρθρωση των εφοδιαστικών αλυσίδων δεν θα είναι δυνατή από τη μια μέρα στην άλλη”. Οι επιπλέον δασμοί θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν την Κίνα να ενισχύσει το εμπόριό της με εναλλακτικές αγορές, αν και καμία άλλη χώρα δεν πλησιάζει την καταναλωτική δύναμη των ΗΠΑ, όπου οι Κινέζοι παραγωγοί πωλούν ετησίως προϊόντα αξίας άνω των 400 δισ. δολαρίων.
“Οι δασμοί του Τραμπ σίγουρα δεν θα βοηθήσουν τις κινεζικές εταιρείες και θα προκαλέσουν πραγματικό πόνο σε ορισμένους τομείς, αλλά δεν αφήνουν ανεξίτηλο σημάδι στην κινεζική οικονομία”, σύμφωνα με τον καθηγητή στο τμήμα Τσονγκ Χουά Κινεζικής Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ, Γουίλιαμ Χερστ.
“Η Κίνα ήξερε ότι θα έρθει αυτή η ημέρα πολύ καιρό πριν και οι σχετικά περιορισμένες ανακοινώσεις μέτρων τόνωσης στις Δύο Συνεδριάσεις του Μαρτίου ήταν ένας υπολογισμός, όχι αβλεψία”, κατέληξε ο Οσμάν, αναφερόμενος στις ετήσιες κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις της Κίνας.