Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση, με αυξημένη ρευστότητα και περισσότερες δυνατότητες για να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Είτε πρόκειται για νέα δάνεια, επενδύσεις, εξαγορές ή ακόμα και διανομή μερισμάτων, οι συνθήκες τις ευνοούν.
Η μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει παίξει καθοριστικό ρόλο, μειώνοντας το κόστος δανεισμού τους. Παράλληλα, οι αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας και των τραπεζών από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης τους επιτρέπουν να δανείζονται με ακόμα καλύτερους όρους.
Οι τράπεζες δεν εξαρτώνται πια από προγράμματα όπως το TLTRO της ΕΚΤ. Χρηματοδοτούνται κυρίως από τις καταθέσεις πολιτών και επιχειρήσεων, αλλά και από τις διεθνείς αγορές, εκδίδοντας δικά τους ομόλογα. Και μάλιστα, με διαρκώς μειούμενα επιτόκια!
Από το 2023, τα επιτόκια στα ομόλογά τους έχουν πέσει κατά περίπου 430 μονάδες βάσης, χάρη στην αναβάθμιση της χώρας από τον οίκο S&P και τις γενικότερες θετικές εξελίξεις. Πλέον, το κόστος δανεισμού για νέα ομόλογα υψηλής προτεραιότητας (senior) είναι μόλις 4,3%, ενώ για τα χαμηλότερης προτεραιότητας κυμαίνεται στο 6,2% — και συνεχίζει να μειώνεται.
Οι τράπεζες σκοπεύουν να αξιοποιήσουν αυτό το ευνοϊκό κλίμα για να ανανεώσουν παλαιά ομόλογα, να μειώσουν περαιτέρω το κόστος τους και, όταν υπάρχει περιθώριο, να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους.
Για φέτος έχουν ήδη αντλήσει 900 εκατ. ευρώ, ενώ το 2023 είχαν εκδώσει ομόλογα συνολικού ύψους σχεδόν 8 δισ. ευρώ. Από το 2018 μέχρι σήμερα, οι εκδόσεις τους φτάνουν τα 21,6 δισ. ευρώ, με 18,5 δισ. να βρίσκονται ακόμη σε ισχύ: 11,9 δισ. σε ομόλογα senior και 6,6 δισ. σε ομόλογα χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας.
Το μέλλον δείχνει θετικό για τις ελληνικές τράπεζες — και μαζί τους, και για την ελληνική οικονομία συνολικά.