Έτος αναβαθμίσεων για τις ελληνικές τράπεζες αναμένεται ότι θα είναι το 2025 και θα αποτελέσει πολύ σημαντική εξέλιξη καθώς θα μειώσει περαιτέρω το κόστος δανεισμού τους, που έχει ήδη έχει υποχωρήσει. Αυτό θα μειώσει το κόστος του χρήματος για τις τράπεζες και θα περάσει στα επιτόκια δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Παράλληλα όμως θα δώσει τη δυνατότητα να στοχεύσουν οι τράπεζες σε βελτίωση της κερδοφορίας τους σε συνθήκες αποκλιμάκωσης επιτοκίων που δυσκολεύουν την προσπάθεια αυτή.
Το ζητούμενο για τις ελληνικές τράπεζες είναι να ανέλθουν υψηλότερα στις αξιολογήσεις των τριών μεγάλων οίκων, των λεγόμενων “Big Three” (δηλαδή των S&P, Moody’s και Fitch), σε επίπεδα επενδυτικής βαθμίδας. Οι τρεις αυτοί οίκοι, υπολογίζεται ότι κατευθύνουν το 93% των διεθνών κεφαλαίων που επενδύουν σε ομόλογα με τις αξιολογήσεις τους.
Ως συνέπεια οι θετικές αξιολογήσεις εκτιμάται ότι θα έφερναν περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια στην ελληνική οικονομία και θα βελτίωναν περαιτέρω το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών και τα επιτόκια για τους δανειολήπτες. Ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τις ελληνικές τράπεζες, θα προσέθετε επίσης νέες δικλείδες ασφαλείας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Οι ελληνικές τράπεζες υπολείπονται περίπου μιάμιση βαθμίδα από την επενδυτική, με τους ξένους οίκους να δίνουν θετικές προοπτικές (positive outlook), ενώ η ΤτΕ προβλέπει ότι η άνοδος κατά μία βαθμίδα θα μειώσει περίπου 1,10% (110 μονάδες βάσης), τα επιτόκια για τα ομόλογα με τα οποία δανείζονται οι τράπεζες.
Το παράδοξο της Moody’s
Στο μεταξύ, η αναβάθμιση των τραπεζών είναι εξαιρετικά πιθανή σε περίπτωση που η Moody’s αναβαθμίσει φέτος το ελληνικό χρέος, κάτι που εκτιμάται πως είναι πλέον θέμα χρόνου. Οίκοι όπως η UBS την προηγούμενη εβδομάδα έφεραν το θέμα στο προσκήνιο, καθώς η Moody’s έχει προγραμματίσει δύο αξιολογήσεις φέτος για την ελληνική οικονομία.
Η ίδια η Moody’s επίσης την περασμένη εβδομάδα, προέβλεψε ότι η ελληνική οικονομία θα σημειώσει ανάπτυξη άνω του 2% φέτος και ότι ο δείκτης χρέους της Ελλάδας θα μειωθεί κατά περισσότερο από 6% το 2025, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μείωση στην Ε.Ε.
Το παράδοξο εδώ, είναι ότι ο οίκος έχει αναγνωρίσει… περισσότερο καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας στις ελληνικές τράπεζες παρά στο ελληνικό χρέος. Η Moody’s είναι ο μοναδικός οίκος που το έχει κάνει αυτό, καθώς οι άλλοι οίκοι κινήθηκαν περισσότερο παραδοσιακά και αναβάθμισαν πρώτα την ελληνική οικονομία, έχοντας λίγο χαμηλότερα τις τράπεζες για να πάρουν σειρά.
Ειδικότερα, οι αξιολογήσεις των τραπεζών ως εκδοτών ομολόγων παραμένουν χαμηλότερα της επενδυτικής κατηγορίας. Όμως ο οίκος Moody’s αποδίδει αξιολογήσεις εντός της επενδυτικής κατηγορίας στους τίτλους υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior bond rating) που έχουν εκδοθεί από τις ελληνικές τράπεζες.
Tα ελληνικά ραντεβού με την αναβάθμιση
Η πρώτη αξιολόγηση της Moody’s (ελληνικό χρέος), είναι στις 14 Μαρτίου και η δεύτερη στις 19 Σεπτεμβρίου και η UBS, εκτίμησε ότι το ελληνικό ραντεβού της Moody’s είναι για τον Σεπτέμβρη.
Στο μεταξύ, o υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης όπως δημοσίευσε το Capital.gr, αποκάλυψε την περασμένη Παρασκευή ότι το 2024 έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα 8,629 δισ. ευρώ που πλησιάζει το 3%, έναντι αντίστοιχου πλεονάσματος 3,93 δισ. ευρώ στο τέλος του 2023 και στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 4,635 δισ. ευρώ πέρυσι.
Εύλογα, οι θεσμικοί επενδυτές αναμένουν μετά από αυτό, ότι οι πιθανότητες αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας έχουν αυξηθεί σημαντικά. Άρα έχουν σιρά οι τράπεζες.
Ειδικότερα όσον αφορά τον τραπεζικό κλάδο, ας σημειωθεί η επίσκεψη στελεχών της S&P στις τράπεζες στην Αθήνα, καθώς έχει προγραμματίσει αξιολόγηση στις 18 Απριλίου.
Έχει δώσει ήδη την επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία, αλλά αξιολογεί χαμηλότερα τις ελληνικές τράπεζες και ειδικά την Τράπεζα Πειραιώς, χαμηλότερα από τις άλλες συστημικές τράπεζες, σε αναντιστοιχία με τα αποτελέσματα και την πρόοδο της Πειραιώς. Η τελευταία έμεινε με αξιολόγηση ΒΒ έναντι αξιολόγησης ΒΒ+ των άλλων τριών τραπεζών.
Η αξιολόγηση των τραπεζών στηρίζεται σε ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια και η S&P συγκέντρωσε στην επίσκεψή της τα απαραίτητα στοιχεία. Το ποσοτικό σκέλος των κριτηρίων περιλαμβάνει την αξιολόγηση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος (operating environment) και των χρηματοοικονομικών μεγεθών των τραπεζών, όπως για παράδειγμα, της ποιότητας του ενεργητικού τους και της κεφαλαιακής τους επάρκειας.