Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι σήμερα θα δώσει κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Έλον Μασκ στον Λευκό Οίκο, σηματοδοτώντας το τέλος της επίσημης συνεργασίας του διάσημου επιχειρηματία με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Η συνέντευξη έχει προγραμματιστεί για τις 13:30 τοπική ώρα (20:30 ώρα Ελλάδας).
«Αυτή θα είναι η τελευταία ημέρα του, αλλά όχι πραγματικά, επειδή θα είναι πάντα μαζί μας, θα βοηθάει συνεχώς», έγραψε χαρακτηριστικά ο Τραμπ στην πλατφόρμα του, Truth Social. Πρόσθεσε μάλιστα: «Ο Έλον είναι καταπληκτικός! Θα σε δω αύριο στο Λευκό Οίκο».
Ο Μασκ είχε ανακοινώσει ήδη από την Τετάρτη ότι η θητεία του ως “ειδικού κυβερνητικού υπαλλήλου” ολοκληρώνεται. Σύμφωνα με τους κανονισμούς των ΗΠΑ, αυτή η ιδιότητα έχει χρονικό όριο 130 ημερών, όμως ο ίδιος είχε ήδη αρχίσει να αποτραβιέται τις τελευταίες εβδομάδες.
Ήδη από τον προηγούμενο μήνα, είχε δηλώσει ότι θα περιορίσει αισθητά τον χρόνο που αφιερώνει στις κυβερνητικές του υποχρεώσεις για να εστιάσει στην Tesla, αφού η πολιτική του εμπλοκή είχε αρχίσει να επηρεάζει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Η κυβερνητική εκπρόσωπος Κάρολαϊν Λέβιτ διαβεβαίωσε ότι η προσπάθεια περιορισμού του κόστους στη λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα συνεχιστεί. Όπως είπε, ο πρόεδρος, το υπουργικό συμβούλιο και τα στελέχη του Υπουργείου Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (γνωστό ως DOGE) θα εξακολουθήσουν να δουλεύουν για τη μείωση της σπατάλης.
Ο ίδιος ο Μασκ είχε υποστηρίξει πως μέσω του DOGE εξοικονομήθηκαν 160 δισεκατομμύρια δολάρια για τους Αμερικανούς φορολογούμενους. Παρόλα αυτά, ορισμένοι ειδικοί εξέφρασαν επιφυλάξεις για την ακρίβεια των στοιχείων, σημειώνοντας πως κάποιες “οικονομίες” είχαν ήδη γίνει πριν τη δημιουργία του υπουργείου ή καταγράφηκαν δύο φορές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μασκ ήταν ο μεγαλύτερος οικονομικός υποστηρικτής της προεκλογικής εκστρατείας Τραμπ, προσφέροντας 250 εκατομμύρια δολάρια. Στην πορεία είχε δεσμευτεί πως θα βοηθούσε τη χώρα να εξοικονομήσει έως και 2 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η σημερινή εμφάνιση των δύο αντρών στο Λευκό Οίκο αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σηματοδοτεί το τέλος ενός ιδιαίτερου – και συχνά αμφιλεγόμενου – κεφαλαίου στη σχέση τεχνολογίας και πολιτικής στις ΗΠΑ.