Το βράδυ της Κυριακής, ο πρόεδρος της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, έδωσε διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε έναν άνθρωπο που δεν έχει πολιτική εμπειρία, αλλά είναι γνωστός για την υποστήριξή του προς τον ίδιο. Ο Τζούρο Μάτσουτ, ιατρός ενδοκρινολόγος και καθηγητής στη σχολή ιατρικής του Βελιγραδίου, ανέλαβε την εντολή για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Ο Μάτσουτ έχει διορία μέχρι την Παρασκευή 18 Απριλίου για να παρουσιάσει στη Βουλή τη σύνθεση της κυβέρνησης, το πρόγραμμα της και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης.
Αν και ο Μάτσουτ δηλώνει ότι είναι ανεξάρτητος, έχει εκφράσει ανοιχτά την υποστήριξή του στον Βούτσιτς και συμμετέχει στην πρωτοβουλία του για τη δημιουργία ενός πατριωτικού κινήματος που θα συνδυάσει πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.
Μάλιστα, έχει υποστηρίξει και μια ομάδα φιλοκυβερνητικών φοιτητών που διαμαρτύρονται έξω από τη Βουλή για τη στασιμότητα στις σπουδές τους και ζητούν να σταματήσουν οι φοιτητικές καταλήψεις και να ξεκινήσουν ξανά τα μαθήματα.
Αντιδράσεις από την αντιπολίτευση
Ο πρόεδρος Βούτσιτς, παρουσιάζοντας τον Μάτσουτ για τη θέση του πρωθυπουργού, τον περιέγραψε ως μια διαλλακτική και συναινετική προσωπικότητα. Ο ίδιος δήλωσε ότι η κύρια αποστολή της νέας κυβέρνησης θα είναι να διατηρήσει την ειρήνη και τη σταθερότητα, προσπαθώντας να κάνει τη Σερβία την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία μέχρι το τέλος του έτους.
Ωστόσο, η αντιπολίτευση χαρακτήρισε την επιλογή ενός ανθρώπου χωρίς πολιτική εμπειρία ως «άνευ σημασίας τέχνασμα» από τον Βούτσιτς, εκτιμώντας ότι ο πρόεδρος θα συνεχίσει να ελέγχει την πολιτική της χώρας και να κατευθύνει την κυβέρνηση από τα παρασκήνια.
Φοιτητικές οργανώσεις του Βελιγραδίου σημείωσαν ότι «τα ονόματα δεν έχουν σημασία αν οι θεσμοί συνεχίζουν να μην λειτουργούν σωστά».
Η Σερβία βρίσκεται με υπηρεσιακή κυβέρνηση από τις 18 Μαρτίου, μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Μίλος Βούτσεβιτς. Η κυβέρνηση Βούτσεβιτς είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί μετά τις μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν μετά την τραγωδία στον σιδηροδρομικό σταθμό της Νόβι Σαντ, η οποία κόστισε τη ζωή σε 16 άτομα.
Οι κινητοποιήσεις αυτές εξελίχθηκαν σε μια ευρύτερη κοινωνική καταγγελία για τη διαφθορά και τις αδικίες στη χώρα.