Στον Πειραιά, την πόλη με τη μακρά ναυτική παράδοση, τη βιοτεχνική
ποικιλομορφία και τους χιλιάδες επαγγελματίες που μάχονται καθημερινά να
κρατήσουν ζωντανές τις επιχειρήσεις τους εν μέσω φοροκαταιγίδων και ενεργειακών
αυξήσεων, υπάρχει μια όαση… ζάχαρης. Ένα γλυκό καταφύγιο, μια χρωματιστή
βιτρίνα με τρούφα, σαντιγί και… παγωτό φιστίκι. Δυστυχώς, δεν μιλάμε για κάποιο
μαγαζί, αλλά για το ίδιο το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιά. Ένα θεσμικό όργανο
που, όπως όλα δείχνουν, έχει μετατραπεί από φωνή όλων των βιοτεχνών της
περιοχής, σε παράρτημα συλλόγου ζαχαροπλαστών – με «πρόεδρο» που συγχέει το
επιμελητήριο με το ζαχαροπλαστείο του.
Είναι πράγματι απολαυστικό (με την ειρωνική έννοια, φυσικά) να παρακολουθεί
κανείς πώς ένας «εκλεγμένος πρόεδρος», (εντός εισαγωγικών, διότι εκκρεμεί η
εκδίκαση αίτησης ακυρώσεως στο ΣτΕ κατά της εκλογής), που θα όφειλε να
εκπροσωπεί εξίσου τον μεταλλουργό και τον υδραυλικό, τον επιπλοποιό και τον
τεχνίτη μετάλλου, τον ραφτά και τον ξυλουργό, έχει αναγάγει το Επιμελητήριο σε
προσωπικό του… εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Αν κρίνουμε από τις δράσεις, τις
αποφάσεις, τις χρηματοδοτήσεις και τις δημόσιες εμφανίσεις, όλα γυρίζουν γύρω από
ένα μίξερ και μια κουτάλα.
Δεν είναι, φυσικά, κακό να είναι κανείς ζαχαροπλάστης. Το αντίθετο. Αλλά είναι
μάλλον καταστροφικό για ένα θεσμικό όργανο όταν ο «πρόεδρός» του πιστεύει ότι η
ανάπτυξη του κλάδου της βιοτεχνίας περνά αποκλειστικά από τη βελτίωση της
συνταγής για σιροπιαστά ή από επιδοτούμενα σεμινάρια διακόσμησης cupcake.
Όταν ο προηγούμενος πρόεδρος –που παρενθετικά να θυμίσουμε ότι δεν έφτιαχνε
τούρτες αλλά διαμόρφωνε πολιτικές για τη στήριξη όλων των επαγγελματιών–
μιλούσε για ψηφιοποίηση των μικρών επιχειρήσεων, οργάνωση κλαδικών εκθέσεων
για κάθε επάγγελμα, και πραγματική επαφή με τις ανάγκες των μελών, θεωρούσε
αυτονόητο ότι όλοι είχαν θέση στο τραπέζι. Σήμερα, το τραπέζι είναι γεμάτο πιατέλες
με μακαρόν και κομψές βιτρίνες με σοκολατάκια, αλλά… κανείς δεν ρώτησε τον
ηλεκτρολόγο, τον κουρέα, τον φαρμακοποιό, αν χορταίνει με γλάσο.
Το αποκορύφωμα, όμως, της… «σοκολατένιας ηγεσίας» είναι αναμφίβολα ο
εορτασμός των 100 χρόνων του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά. Ένα ιστορικό
ορόσημο, που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την ενότητα, την αναδρομή στη
συμβολή όλων των βιοτεχνών στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό του Πειραιά,
επιλέχθηκε να τιμηθεί με δράση προσφοράς… παγωτού. Ναι, καλά διαβάσατε.
Παγωτού. Όχι έκθεση, όχι ημερίδα, όχι κάποιο φόρουμ για τις προκλήσεις της
σύγχρονης βιοτεχνίας. Παγωτό. Σε πλαστικά κυπελλάκια. Με κουπόνι. Και ουρές.
Ίσως και με σιρόπι φράουλα.

Αν δεν διαβάζαμε τις επίσημες ανακοινώσεις, θα νομίζαμε ότι πρόκειται για κάποιο
κέτερινγκ από βαφτίσια υπό τις ιαχές ενθουσιασμένων παιδιών που τρώνε παγωτό και
γονιών που κοιτούν βαριεστημένοι. Μα, «Γιορτάζουμε 100 χρόνια βιοτεχνίας με
γιορτή παγωτoύ»; Είναι προσβολή στην παράδοση ή προσβολή στη λογική;
Το ερώτημα που πλανάται πλέον στους διαδρόμους του ΒΕΠ είναι αν υπάρχει
περίπτωση να δούμε, μέσα στα επόμενα χρόνια, και δράσεις όπως «Ημέρα
Λουκουμά», «Μπουφέ Παντεσπάνι για την Ανάπτυξη» ή ακόμα και την ίδρυση του
πρώτου τοπικού think tank με τίτλο «Ζαχαροτεχνία και Επιχειρηματικότητα – Μια
Στρατηγική Προσέγγιση».
Τα υπόλοιπα επαγγέλματα, βέβαια, τιμωρούνται με απόλυτη σιωπή. Ούτε μία δράση
για τους μεταλλουργούς. Ούτε ένα σεμινάριο για την ενεργειακή αναβάθμιση των
μικρών εργαστηρίων. Μηδέν συμμετοχή σε αναπτυξιακά έργα για την επιβίωση των
τεχνικών επαγγελμάτων. Ούτε καν μια απλή ακρόαση των αιτημάτων τους.
Ο νυν «πρόεδρος», με ύφος πατερναλιστικό και λόγο γεμάτο μεταφορές τύπου «η
ανάπτυξη είναι σαν τη μους σοκολάτα – χρειάζεται σταθερότητα και υπομονή»,
συνεχίζει ακάθεκτος να ηγείται, λες και το ΒΕΠ είναι προσωπική του βιτρίνα και οι
υπόλοιποι επαγγελματίες, διακοσμητικές τρούφες.
Η αντιπολίτευση εντός του Επιμελητηρίου –όσοι δεν τράπηκαν σε παγωμένη σιωπή ή
προσανατολίζονται σε συνειδητή αποχή– αγωνίζεται να φέρει πίσω την ουσία. Να
θυμίσει ότι το ΒΕΠ δεν είναι λέσχη ζαχαροπλαστών, αλλά θεσμική ασπίδα για όλους
τους βιοτέχνες. Ότι ο ρόλος του είναι να εξισορροπεί, να διαβουλεύεται, να
οργανώνει και να πιέζει. Όχι να φτιάχνει κερασάκια.
Γιατί τελικά, όταν το παγωτό λιώσει –και θα λιώσει, ειδικά στον Πειραιά με 35
βαθμούς τον Ιούνιο– τι θα μείνει; Μια κολλώδης ανάμνηση και η πικρή γεύση μιας
χαμένης ευκαιρίας. Και ενώ οι υπόλοιποι βιοτέχνες προσπαθούν να επιβιώσουν, ένας
άνθρωπος συνεχίζει να χτίζει καριέρα πάνω σε κορνέ και χρωματιστές τρούφες.
Μέχρι τότε, ας απολαύσουμε το «Πανηγύρι Παγωτού για τη Βιοτεχνία» με την
ελπίδα πως κάποια στιγμή, το ΒΕΠ θα επιστρέψει στη σοβαρότητα, και θα
σταματήσει να αντιμετωπίζει τα προβλήματα των επαγγελματιών σαν μια τούρτα
γενεθλίων που απλώς χρειάζεται άλλο γαρνίρισμα.
Γιατί αν συνεχίσουμε έτσι, την επόμενη φορά που κάποιος βιοτέχνης θα ζητήσει
στήριξη, η απάντηση πιθανότατα θα είναι: Πασχαλινά τσουρέκια αντί πολιτικής
πρότασης, κουραμπιέδες Χριστουγέννων αντί αναπτυξιακού σχεδίου, και παγωτό
βανίλια για τα καλοκαίρια.