Τα τεχνολογικά και δασμολογικά σοκ των ΗΠΑ πυροδοτούν το κυνήγι εναλλακτικών τοποθετήσεων από τους επενδυτές και την αναζήτηση για νέους επενδυτικούς παραδείσους από τα διεθνή χαρτοφυλάκια. Οι αγορές που είχαν χαιρετήσει την ατζέντα του Τραμπ για την ανάπτυξη, έχουν δεχθεί πλέον ισχυρούς κραδασμούς, με τις τιμές του πετρελαίου και τα νομίσματα του Καναδά και του Μεξικού να καταγράφουν απότομες κινήσεις, τις μπερδεμένες προβλέψεις για τον πληθωρισμό να κλονίζουν τα ομόλογα και τους επενδυτές να αρχίζουν να βλέπουν τον νέο Λευκό Οίκο ως πηγή κινδύνου.
Όπως σχολιάζει ο Δημήτρης Τζάνας, σύμβουλος Διοίκησης στην Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ, στις αρχές του 20ού αιώνα ο πρόεδρος Μακίνλεϊ συνεργαζόταν με τους ολιγάρχες της εποχής, τον J.P.Morgan και τον John Rockefeller, επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα είδη, για να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ. Η συνταγή βοήθησε στη γιγάντωση των βιομηχανιών στις ΗΠΑ, καθώς υπήρχε το δυναμικό για την εφαρμογή προστατευτικής πολιτικής έναντι των ισχυρών τότε ευρωπαϊκών χωρών. Το μοντέλο αυτό επιθυμεί να επαναφέρει ο Ντόναλντ Τραμπ, με τα δεδομένα ωστόσο να είναι διαφορετικά, καθώς οι δομικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί από τότε έχουν περιορίσει δραστικά τη συμμετοχή του δευτερογενούς τομέα στην οικονομία και έχουν εκτοξεύσει τη συμμετοχή του τριτογενούς, δηλαδή των υπηρεσιών.
Έτσι, η επιβολή δασμών έναντι τρίτων χωρών θα οδηγήσει πιθανότατα σε αντίποινα από αυτές και τελικά σε περιορισμό του εμπορίου. Στις ίδιες τις ΗΠΑ θα αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό, χωρίς να επαναφέρει σημαντικό αριθμό παραγωγικών μονάδων από άλλες χώρες, της Ασίας κυρίως, πίσω στις ΗΠΑ. Τα Tramponomics επομένως θα βλάψουν τόσο τις ΗΠΑ όσο και την παγκόσμια οικονομία, αν εφαρμοστούν σύμφωνα με την εκφρασμένη ρητορική του νέου Προέδρου.
Την ίδια ώρα, το όνομα της κινεζικής Deepseek προκάλεσε αναταράξεις στους τεχνολογικούς κολοσσούς των ΗΠΑ και ιδιαίτερα στην Nvidia: η κινεζική εταιρεία θα μπορεί να προωθήσει επεξεργαστές εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης που θα είναι πολύ φθηνότεροι εκείνων που ήδη παράγει η αμερικανική Nvidia, προκαλώντας εύλογα ερωτήματα σε σχέση με τη δυνατότητα του αμερικανικού κολοσσού να διατηρήσει την ηγετική του θέση. Ως αποτέλεσμα, η κεφαλαιοποίηση της εταιρείας κατέγραψε τη μεγαλύτερη υποχώρηση που έχει ποτέ σημειωθεί, κατά 465 δισ. δολ., προκαλώντας αναταράξεις στις αγορές του πλανήτη. Εξέλιξη ωστόσο που δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς τα στρατοσφαιρικά P/E των τεχνολογικών κολοσσών προκαλούσαν τον σκεπτικισμό της επενδυτικής κοινότητας ήδη από το 2024.
Καθώς η κατάρρευση των τεχνολογικών μετοχών και οι διακυμάνσεις του δολαρίου ΗΠΑ που οδηγούνται από τις απειλές του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για δασμούς φέρνουν αναταραχή στις αγορές, οι επενδυτές συσσωρεύουν περιουσιακά στοιχεία από το γιεν της Ιαπωνίας έως τα ευρωπαϊκά εταιρικά ομόλογα, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως… αποσβεστήρας στους κλυδωνισμού αυτούς.
“Πιθανώς θα υπάρξει μεγαλύτερη αστάθεια στο δολάριο ΗΠΑ και σε πολλά άλλα περιουσιακά στοιχεία”, όπως σημειώνει στο Reuters η Amelie Derambure, στρατηγική αναλύτρια στον μεγαλύτερο επενδυτή της Ευρώπης, την Amundi. Η ίδια έχει περιορίσει την έκθεση των funds της σε ξαφνικές αλλαγές στις προοπτικές των ΗΠΑ, επενδύοντας σε ομόλογα που συνδέονται με τον πληθωρισμό, τα οποία θα προστατεύονται από τις αυξήσεις των τιμών καταναλωτή λόγω δασμών, καθώς και στο ευρωπαϊκό εταιρικό χρέος, που θα αποτελέσει σημαντικό κερδισμένο από τις περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων της Ευρωζώνης.
Η βαθιά πτώση της περασμένης Δευτέρας στον κατασκευαστή τσιπ τεχνητής νοημοσύνης Nvidia, λόγω πανικού για τον κινεζικό ανταγωνισμό χαμηλού κόστους στην τεχνητή νοημοσύνη, έχει επίσης ρίξει ένα πέπλο αβεβαιότητας στις προοπτικές της αγοράς των ΗΠΑ, με τους επενδυτές να αναμένουν περισσότερη αναταραχή στο μέλλον.
Τα “buffer trades”
Ο Τραμπ ξεκίνησε την προεδρία του αφήνοντας τις αγορές να μαντέψουν το πότε θα μπορούσε να επιβάλει τους δασμούς του, κοιτώντας μια εμπορική συμφωνία με την Κίνα, ζητώντας χαμηλότερες τιμές πετρελαίου και μειώσεις επιτοκίων και παροτρύνοντας τις πολυεθνικές να παράγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό ήδη έχει οδηγήσει σε μια στροφή σε περιουσιακά στοιχεία που οι επενδυτές αντιλαμβάνονται ότι είναι λιγότερο ευαίσθητα στην αβεβαιότητα της πολιτικής των ΗΠΑ και στην αναταραχή γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη.
Από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, τα ομόλογα που συνδέονται με τον πληθωρισμό των ΗΠΑ έχουν καταγράψει κέρδη 1,5%, ενώ ο δείκτης των αμερικανικών ομολόγων υποχωρεί περίπου 0,4%. Το γιεν Ιαπωνίας έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο σε περισσότερες από πέντε εβδομάδες έναντι του δολαρίου τη Δευτέρα, αφού η Τράπεζα της Ιαπωνίας αύξησε τα επιτόκια στα υψηλότερα από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και αναθεώρησε τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό.
Ο επικεφαλής στρατηγικής νομισμάτων και σταθερού εισοδήματος της Russell Investments, Van Luu, σημειώνει ότι το γιεν θα μπορούσε να είναι ένα ισχυρό “μαξιλάρι” έναντι των δασμολογικών κλυδωνισμών, επειδή ενώ τα νομίσματα όλων των χωρών-εξαγωγέων θα υποφέρουν από εμπορικούς πολέμους, το ευρώ και το ελβετικό φράγκο εξασθενούν από τις μειώσεις των επιτοκίων. “Το γιεν προφανώς τα πήγε πολύ άσχημα από το 2022, οπότε πιστεύω ότι το timing για μια ανάκαμψη θα μπορούσε να είναι σχετικά κοντά”, επισημαίνει.
Και η Société Générale συνιστά στους πελάτες της να αγοράσουν το γιεν, το οποίο έχει πάρει το μεγαλύτερο βάρος της ανόδου του δολαρίου, αλλά τώρα υποστηρίζεται από τις αυξήσεις των επιτοκίων της Τράπεζας της Ιαπωνίας. Προσθέτει επίσης ότι το γιεν θα μπορούσε επίσης να αυξηθεί, εάν οι φθορές της Wall Street ωθήσουν τους Ιάπωνες επενδυτές να μεταφέρουν μετρητά στην πατρίδα τους.
Και η ευρωπαϊκή αγορά εταιρικών ομολόγων ξεχώρισε επίσης. Σύμφωνα με την Bank of America, οι επενδυτές έχουν μεταφέρει χρήματα σε κεφάλαια που επενδύονται σε υψηλής ποιότητας ευρωπαϊκές εταιρικές πιστώσεις για 23 συνεχόμενες εβδομάδες.
Ο στρατηγικός αναλυτής των παγκόσμιων μετοχών της Legal & General, Robert Griffiths, δήλωσε ότι σε περίπτωση παρατεταμένης πτώσης του κλάδου της τεχνολογίας στις ΗΠΑ, τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν “αντιπαθήσει και δεν κατείχαν” οι επενδυτές κατά τη διάρκεια του ράλι της Wall Street, όπως οι ευρωπαϊκές μετοχές και ο FTSE 100 του Ηνωμένου Βασιλείου, θα καταγράψουν ισχυρές επιδόσεις.
Ο συν-επικεφαλής του fund TwentyFour Asset Management, Gordon Shannon, επισημαίνει ότι η αδυναμία πρόβλεψης των πολιτικών του Τραμπ τον ώθησε να ευνοήσει ομόλογα που εκδόθηκαν από εγχώριες ευρωπαϊκές τράπεζες, παρόχους υπηρεσιών κοινής ωφελείας και τηλεπικοινωνιακούς ομίλους των οποίων οι πληρωμές τόκων ήταν αξιόπιστες.
Η DeepSeek “τελειώνει” την υπεραπόδοση των ΗΠΑ;
Κατά τη Citigroup, οι εξελίξεις σχετικά με την DeepSeek μπορεί να αποτελέσουν έναν ισχυρό καταλύτη για σημαντική υπεραπόδοση των ευρωπαϊκών μετοχών στη συνέχεια. Ενώ οι παγκόσμιες μετοχές έχουν ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια, ο εξαιρετισμός των ΗΠΑ υπήρξε βασικός υποκείμενος μοχλός. Κατά την άποψη της Citi, τα περιθώρια να συνεχιστεί αυτό στενεύουν, για δύο λόγους:
1. Η ανάπτυξη είναι σπάνια, επομένως οι αγορές πληρώνουν για επιλεγμένα αναπτυσσόμενα ονόματα και/ή
2. Υπάρχει ένα νέο/επιτακτικό θέμα στο οποίο όλοι θέλουν να είναι μέρος του.
Αυτή η δυναμική έχει υποστηρίξει τις αμερικανικές μετοχές, αλλά θα μπορούσε να αλλάξει στο μέλλον.
Κατά τη Citi, υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανάπτυξη των κερδών ανά μετοχή EPS θα μπορούσε να διευρυνθεί σε ένα μεγαλύτερο σύνολο περιφερειών/τομέων το 2025. Το χάσμα στην αύξηση του EPS μεταξύ των Magnificent 7 και των υπόλοιπων μετοχών αναμένεται επίσης να μειωθεί σε μονοψήφια επίπεδα. Το προφίλ ανάπτυξης των διεθνών μετοχών εκτός τεχνολογίας και της ευρύτερης ευρωπαϊκής αγοράς φαίνεται απίστευτα παρόμοιο, πράγμα που σημαίνει ότι το χάσμα στην αύξηση του EPS μεταξύ των ηγετών της τεχνολογίας των ΗΠΑ και των υπόλοιπων κλάδων μειώνεται επίσης. Τα τελευταία νέα για την DeepSeek δεν μειώνουν τη σημασία της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά μακροπρόθεσμα εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το πού θα προκύψουν τα οφέλη της AI.
Προς τα τέλη του περασμένου έτους η αμερικανική τράπεζα άρχισε να επισημαίνει κινδύνους σχετικά με την πολύ μονόδρομη τοποθέτηση στην τεχνολογία mega cap των ΗΠΑ. Η “τεντωμένη” σχετική τοποθέτηση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης έκτοτε έχει μειωθεί σημαντικά, αλλά παραμένει αρκετά ακραία. Η αγορά των ΗΠΑ τιμολογείται επίσης για την τελειότητα, ενώ η Ευρώπη τιμολογείται για πιο λογικά αποτελέσματα EPS. Και οι αναθεωρήσεις προς τα κάτω των ευρωπαϊκών EPS έχουν σταθεροποιηθεί. Για αυτούς τους λόγους η Citi βλέπει την Ευρώπη ως τον καλύτερο κυκλικό παράγοντα διαφοροποίησης για τα παγκόσμια χαρτοφυλάκια, ειδικά εάν η παγκόσμια ανάπτυξη παραμείνει σε σταθερή τροχιά φέτος και οι κεντρικές τράπεζες συνεχίσουν να χαλαρώνουν τη νομισματική πολιτική μειώνοντας περαιτέρω τα επιτόκια. Πλέον η Citi προτιμά τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 έναντι του S&P 500.
Παραμένουν θετικές οι προοπτικές του Χ.Α.
Ο Γενικός Δείκτης κινείται στις παρυφές των 1.550 μονάδων καταγράφοντας επιδόσεις που συνιστούν ρεκόρ 14 ετών περίπου και εκπληρώνοντας την υλοποίηση του January effect, που στατιστικά προϊδεάζει για μια συνολικά καλή χρονιά. Πάντως, οι απότομες διορθώσεις είναι εντός πλαισίου, εκτιμούν οι αναλυτές. Παρ’ όλ’ αυτά, επισημαίνουν, δεν υπάρχει λόγος σημαντικής υποχώρησης στην παρούσα φάση, ειδικότερα καθώς αναμένουμε τα εταιρικά αποτελέσματα χρήσης 2024, που ξεκινούν σε περίπου τρεις εβδομάδες.
Η Optima Bank τόνισε πως οι προοπτικές του Χ.Α. παραμένουν θετικές για το 2025 και βασίζονται στους εξής έξι παράγοντες: 1) την υπεραπόδοση της ανάπτυξης της Ελλάδας, 2) την επιτάχυνση της υλοποίησης των έργων που χρηματοδοτούνται από το RRF, 3) την πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, 4) τις χαμηλότερες αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, 5) τη μερισματική απόδοση 6,4% το 2025, και 6) την ισχυρή εταιρική κερδοφορία. Στα top picks της για φέτος η χρηματιστηριακή τοποθετεί τις Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank, Metlen, ΔΕΗ και AVAX.
Από την πλευρά της η NBG Securities εκτιμά ότι στο επίκεντρο της επένδυσης στις ελληνικές μετοχές κατά τη φετινή χρονιά θα είναι η “αξία”, δηλαδή τα υψηλά μερίσματα και οι μεγάλες επαναγορές μετοχών. Οι ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν στη διανομή μερισμάτων από πέρυσι και τα μελλοντικά γενναιόδωρα σχέδια αποπληρωμής τους φαίνεται να υποστηρίζονται από τις προοπτικές βιώσιμων κερδών, τους ισχυρούς δείκτες κεφαλαίων και την επιτάχυνση της απόσβεσης DTC. Επιπλέον, η χρηματιστηριακή αναμένει από πολλούς μη χρηματοοικονομικούς τίτλους να συνεχίσουν την ανταμοιβή των μετόχων τους, με στήριξη και από το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης.
Λαμβάνοντας υπόψη την πρόταση αξίας μαζί με τα παραδοσιακά κριτήρια επιλογής, δηλαδή καλά θεμελιώδη μεγέθη, σαφείς διεθνείς προσανατολισμούς, ισχυρούς ισολογισμούς και ελκυστικές αποτιμήσεις, οι κορυφαίες επιλογές της NBG Securities για το 2025 είναι οι Metlen, Cenergy Holdings, Σαράντης, Motor Oil και Τράπεζα Πειραιώς.
Η χρηματιστηριακή εκτιμά πως οι περισσότεροι από τους παράγοντες που οδήγησαν την άνοδο του Χ.Α. το 2023-2024, δηλαδή το υποστηρικτικό μακροοικονομικό πλαίσιο, η πολιτική σταθερότητα, η επενδυτική βαθμίδα, οι ελκυστικές αποτιμήσεις και τα ανθεκτικά εταιρικά κέρδη, παραμένουν σε ισχύ.
Ωστόσο, ελλείψει ενός ξεκάθαρου καταλύτη (παρόμοιου με την επενδυτική βαθμίδα το 2023), η χρηματιστηριακή αναμένει αρκετή μεταβλητότητα φέτος.
Ο τραπεζικός κλάδος έλαβε μία ακόμη ψήφο εμπιστοσύνης από την HSBC, η οποία χαρακτήρισε τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών “δελεαστικές”, αν και, όπως ανέφερε, σίγουρα δεν είναι οι μόνες που αποτελούν ευκαιρία για τους επενδυτές στην περιοχής της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA). Όπως σημείωσε, το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό τους είναι η αύξηση των μερισμάτων. Η ισχυρή απόδοση στα αποτελέσματα εννεαμήνου, η ενίσχυση των κεφαλαίων από την ισχυρή κερδοφορία, οι βελτιωμένες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και η περιορισμένη επιβάρυνση από την ταχύτερη απόσβεση των DTCs, καθιστούν τους δείκτες πληρωμών της τάξης του 50% εφικτούς σε όλες τις τράπεζες το 2026, κατά την άποψή της.
Αν και η κερδοφορία θα μειωθεί εν μέσω πτώσης των επιτοκίων, οι υψηλότερες πληρωμές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε 27% αύξηση των μερισμάτων ανά μετοχή το 2026, φέρνοντας τις μερισματικές αποδόσεις στο 7%-10%, όπως εκτιμά. Οι χαμηλότερες αποτιμήσεις και οι υψηλές μερισματικές αποδόσεις αφήνουν περιθώρια για περαιτέρω ανατίμηση των μετοχών τους, αναφέρει.
Σε αυτό το πλαίσιο, προχώρησε σε αύξηση των τιμών-στόχων που δίνει για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Για την Alpha Bank η τιμή-στόχος είναι στα 3,05 ευρώ, από 3 ευρώ, με σύσταση “αγορά”, για τη Eurobank στα 3,50 ευρώ, αμετάβλητη, με σύσταση “αγορά”, για την Εθνική Τράπεζα στα 9,9 ευρώ, από 9 ευρώ πριν, με σύσταση “διακράτηση” από “αγορά” πριν, και για την Τράπεζα Πειραιώς είναι στα 7,25 ευρώ, από 6 ευρώ, με σύσταση “αγορά”.