Όταν τα ναυτικά νησιά σταμάτησαν να παράγουν ναυτικούς Υπήρχε μια εποχή που ολόκληρες περιοχές της Ελλάδας — κυρίως νησιά, όπως το νησί που γεννήθηκα, η Σκόπελος, το διπλανό μας η Σκιάθος, και φυσικά η Χίος, οι Οινούσσες, η Ύδρα, οι Σπέτσες, η Άνδρος, η Κάλυμνος, η Σύμη, η Κάρπαθος — ζούσαν και ανέπνεαν με τη ναυτοσύνη.
Στα σοκάκια των χωριών, στις αυλές, στις πλατείες, οι ιστορίες του καραβιού ήταν το κυρίαρχο αφήγημα. Η θάλασσα δεν ήταν απλώς επιλογή· ήταν όνειρο, ήταν μοίρα. Αυτό, όμως, δεν ισχύει πια. Εδώ και πολλά χρόνια, τα «παραδοσιακά ναυτικά νησιά» δεν παράγουν πια ναυτικούς.
Η ναυτική παράδοση κόπηκε απότομα — και μάλιστα εκεί που πονούσε περισσότερο: μέσα στις ίδιες τις ναυτικές οικογένειες. Θυμάμαι όλη την οικογένειά μου να είναι ναυτικοί.
Το κάδρο του πνιγμένου παππού μου. Και θυμάμαι καθαρά τα λόγια του πατέρα μου: «Μη γίνετε ναυτικοί. Να μη ζήσετε τα δικά μου. Να μην έχετε το δικό μου τέλος». Κι όμως, γίναμε και εγώ και ο αδελφός μου. Όχι επειδή μας έσπρωξε η παράδοση. Αλλά γιατί αυτό ξέραμε, στο κλειστό νησί μας. Αυτόν τον ορίζοντα βλέπαμε καθημερινά και αυτό μπορούσαμε μόνο να ονειρευτούμε.
Εκεί οδηγούσε η ζωή τότε. Σήμερα, όλο και λιγότερα παιδιά ναυτικών θέλουν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Όχι επειδή έπαψαν να αγαπούν τη θάλασσα, αλλά επειδή είδαν το τίμημα: την απουσία, την ψυχική φθορά, την ανυπαρξία προοπτικής μετά τα 55, την ανασφάλεια, τη μοναξιά, την απαξίωση. Τα παιδιά στα ναυτικά χωριά των νησιών πλέον σπουδάζουν, εργάζονται τοπικά ή μεταναστεύουν — και δεν επιλέγουν πια τη θάλασσα.
Με μία χαρακτηριστική εξαίρεση: τα παιδιά ναυτικών κατώτερων οικονομικά πληρωμάτων, που συχνά, ίσως από μια ασυνείδητη ζήλια ή ένα απωθημένο των πατεράδων τους, ακολουθούν τη ναυτική καριέρα με στόχο να ανέβουν επίπεδο και να γίνουν αξιωματικοί.
Αντίθετα, οι γιοι των καπεταναίων και των πρώτων μηχανικών, που γνωρίζουν από πρώτο χέρι το κόστος της θάλασσας, γυρνούν την πλάτη στο επάγγελμα. Όχι από περιφρόνηση, αλλά από γνώση. Ακόμα και όσοι νέοι επιλέγουν σήμερα να φοιτήσουν στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού, πολλοί το κάνουν με την κρυφή ελπίδα πως θα μπουν στα πλοία για λίγα χρόνια και μετά θα βρουν «μια θέση γραφείου» σε εφοπλιστική εταιρεία.
Όμως η αλήθεια είναι σκληρή: Αυτό το «μετά» σπανίως έρχεται. Τα εφοπλιστικά γραφεία είναι εξαιρετικά απαιτητικά περιβάλλοντα, με άλλο επίπεδο εκπαίδευσης, άλλο ανταγωνισμό και άλλες απαιτήσεις.
Τα στελέχη τους προέρχονται κυρίως από άναυτους αποφοίτους ναυτικών πανεπιστημίων και πολυτεχνείων, και επικουρικά — σε ελάχιστες θέσεις — από ναυτικούς αποφοίτους των υποστελεχωμένων και υποβαθμισμένων ΑΕΝ.
Σχολές που παραμένουν «γκρίζες», χωρίς αναγνώριση πανεπιστημιακού επιπέδου — όπως ακριβώς τις θέλουν οι εφοπλιστές και συντηρεί το αρμόδιο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το οποίο τις διοικεί και τις εποπτεύει.
Η κρίση προσέλκυσης στο ναυτικό επάγγελμα δεν είναι απλώς αποτέλεσμα έλλειψης πληροφόρησης ή κακής διαφήμισης. Είναι, πάνω απ’ όλα, η σιωπηλή κραυγή μιας ολόκληρης γενιάς ναυτικών, που δεν θέλει να δει τα παιδιά της να ξαναζούν τα ίδια. Αν η ναυτιλία σήμερα θέλει να ξαναγίνει επιλογή, πρέπει πρώτα να ξαναγίνει αξιοπρεπής.
Αλλιώς, θα συνεχίσει να αναζητά ναυτικούς μόνο στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και στους απελπισμένους. Όχι στους ικανούς. Ούτε στους πρόθυμους. Και τότε, καμιά καμπάνια και καμιά «προσέλκυση» δεν θα μπορέσει να σώσει το επάγγελμα.